- συνηθεστάτη
- συνήθηςdwellingfem nom/voc superl sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνηθεστάτῃ — συνήθης dwelling fem dat superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτοκατανάλωση — Οικονομικός όρος, που συνίσταται στην κατανάλωση ενός προϊόντος (ή μέρους του) από τον ίδιο τον παραγωγό τους και όχι από τρίτους συναλλασσόμενους. Είναι συνηθέστατη στον πρωτογενή παραγωγικό τομέα, όπου ένα μέρος της αγροτικής παραγωγής καλύπτει … Dictionary of Greek
σύμβαση — (Νομ.). Η σύμπτωση των δηλώσεων της θέλησης δύο ή περισσότερων προσώπων, με το σκοπό να προσκομιστούν απ’ αυτήν έννομα αποτελέσματα. Ως παράσταση εμφανίζεται με την πρόταση από το ένα μέρος και την αποδοχή από το άλλο. Η σ. για να υπάρξει,… … Dictionary of Greek
αμφισημία ή αμφιλογία — Γλωσσικό φαινόμενο, συνηθέστατο τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, κατά το οποίο μια έκφραση (λέξη, συνδυασμός λέξεων, φράση κλπ.) διατυπώνεται έτσι ώστε να έχει διφορούμενη σημασία και να μπορεί να εκληφθεί διττά (ενδεχομένως και… … Dictionary of Greek